πτωχή

πτωχή
πτωχός
beggar
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτωχῇ — πτωχός beggar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχῆι — πτωχῇ , πτωχός beggar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

  • Leptón griego — Moneda de cinco leptones (o leptá) de dracma de 1869. Leptón o leptó (griego antiguo y kazarévusa …   Wikipedia Español

  • πτωχοεπισκοπή — ἡ, Μ πτωχή επισκοπή, επισκοπή χωρίς επαρκείς πόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἐπισκοπή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”